 
  
 I. scheel [ʃe:l] ΕΠΊΘ οικ
1. scheel (geringschätzig):
2. scheel (missbilligend):
3. scheel (missgünstig):
4. scheel (misstrauisch):
II. scheel [ʃe:l] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 