I. sach·kun·dig ΕΠΊΘ
II. sach·kun·dig ΕΠΊΡΡ
Sach·kun·di·ge(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
Sachkundige(r) → Sachkenner
Sach·ken·ner(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Sachkenner(in)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.