στο λεξικό PONS
I. sach·kun·dig ΕΠΊΘ
II. sach·kun·dig ΕΠΊΡΡ
Sach·kun·di·ge(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
Sachkundige(r) → Sachkenner
Sach·ken·ner(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Sachkenner(in)
-
I. sach·kun·dig ΕΠΊΘ
II. sach·kun·dig ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Sachkapitalbildung
- Sachkatalog
- Sachkenner
- Sachkenntnis
- Sachkompetenz
- Sachkundige Sachkundiger
- Sachlage
- Sachlegitimation
- Sachleistung
- sachlich
- sächlich