I. rechts·kräf·tig ΕΠΊΘ
II. rechts·kräf·tig ΕΠΊΡΡ
- rechtskräftige Feststellung
-
- rechtskräftige Entscheidung
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.