I. or·ga·nisch [ɔrˈga:nɪʃ] ΕΠΊΘ
II. or·ga·nisch [ɔrˈga:nɪʃ] ΕΠΊΡΡ
1. organisch ΙΑΤΡ:
- organisch
-
- organisch
-
-
- organisch
-
- organisch
-
- organisch
-
- organisch
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.