I. höl·lisch [ˈhœlɪʃ] ΕΠΊΘ
-
- höllisch
-
- höllisch οικ
-
- höllisch οικ
-
- höllisch οικ
-
- höllisch
-
- höllisch οικ
-
- höllisch οικ
- demon (backhand)
- höllisch οικ
-
- höllisch
-
- höllisch
- fiendish difficulty, problem
- höllisch οικ
-
- jdn höllisch erschrecken οικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.