I. for·mell [fɔrˈmɛl] ΕΠΊΘ
II. for·mell [fɔrˈmɛl] ΕΠΊΡΡ
1. formell (offiziell):
2. formell (nach den Vorschriften):
- formelles/materielles Recht
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.