στο λεξικό PONS
Stein·zeit <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ kein πλ
stein·zeit·lich ΕΠΊΘ
1. steinzeitlich (aus der Steinzeit stammend):
2. steinzeitlich (völlig veraltet):
Stein·zer·trüm·me·rer <-s, -> ΟΥΣ αρσ ΙΑΤΡ
- Steinzertrümmerer für Blasensteine
-
- Steinzertrümmerer für Nierensteine
-
Stein·zeit·mensch ΟΥΣ αρσ ΒΙΟΛ, ΑΡΧΑΙΟΛ
Mit·tel·stein·zeit ΟΥΣ θηλ kein πλ ΑΡΧΑΙΟΛ
Jung·stein·zeit <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ
alt·stein·zeit·lich ΕΠΊΘ ΑΡΧΑΙΟΛ
Alt·stein·zeit <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ ΑΡΧΑΙΟΛ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.