στο λεξικό PONS
Spon·sor (Spon·so·rin) <-s, -en> [ˈspɔnzɐ, ˈʃp-, -ˈzo:rɪn, πλ -ˈzo:rən] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- Sponsor (Spon·so·rin)
- sponsor
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Designated Sponsor ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Sponsor αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.