Schnel·lig·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ πλ selten
1. Schnelligkeit (Geschwindigkeit):
- Schnelligkeit
-
2. Schnelligkeit (Zügigkeit):
- Schnelligkeit
-
- Schnelligkeit Ausführung
-
-
- Schnelligkeit θηλ <-, -en>
-
- Schnelligkeit θηλ <-, -en>
-
- Schnelligkeit θηλ <-, -en>
-
- Schnelligkeit θηλ <-, -en>
-
- Schnelligkeit θηλ <-, -en>
-
- Schnelligkeit θηλ <-, -en>
-
- Schnelligkeit θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.