στο λεξικό PONS
Pro·lon·ga·ti·on <-, -en> [prolɔŋgaˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ
1. Prolongation ΟΙΚΟΝ (Hinausschieben eines Fälligkeitstermins):
- prolongation
- Prolongation θηλ <-, -en> CH
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Prolongation ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Prolongation (Kreditverlängerung)
-
-
- Prolongation θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.