στο λεξικό PONS
Me·tal·ler(in) <-s, -> [meˈtalɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ) οικ
- Metaller(in)
-
Me·tall·win·kel <-s, -> ΟΥΣ αρσ
Me·tall·do·se ΟΥΣ θηλ
Me·tall·sä·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Me·tall·ur·ge (Me·tall·ur·gin) <-en, -en> [metaˈlʊrgə, metaˈlʊrgɪn] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- Metallurge (Me·tall·ur·gin)
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Edelmetall ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Edelmetall-Lombard ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.