Ma·ria <-[s] [o. τυπικ Mariä], -s> [maˈri:a, maˈri:ɛ] ΟΥΣ θηλ
1. Maria (Mutter Gottes):
- die Unbefleckte [o. Mariä] [o. Mariens] Empfängnis
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Mariä Heimsuchung
- Mariä Himmelfahrt
- Mariä Verkündigung
- Mariä Verkündigung
- die Unbefleckte [o. Mariä] [o. Mariens] Empfängnis