στο λεξικό PONS
Kurs·er·ho·lung <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ kein πλ ΟΙΚΟΝ
Ge·halts·er·hö·hung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Preis·er·hö·hung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Di·ä·ten·er·hö·hung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Ka·pi·tal·er·hö·hung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Lohn·er·hö·hung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Ri·si·ko·er·hö·hung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Di·vi·den·den·er·hö·hung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Vermögenserhöhung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Betragserhöhung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Forderungserhöhung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Zinserhöhung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Prämienerhöhung ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
Erhöhungsbeschluss ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Risikoerhöhung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Quotenerhöhung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Kapitalerhöhung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Dividendenerhöhung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Kurvenüberhöhung ΥΠΟΔΟΜΉ
Überhöhung (einer Krümmung)
- Überhöhung ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- Überhöhung ΥΠΟΔΟΜΉ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.