στο λεξικό PONS
Kurs·er·ho·lung <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ kein πλ ΟΙΚΟΝ
Ge·halts·er·hö·hung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Preis·er·hö·hung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Er·hö·hung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
2. Erhöhung (Anhebung):
3. Erhöhung (Verstärkung):
Quo·ten·er·hö·hung ΟΥΣ θηλ
Ri·si·ko·er·hö·hung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Lohn·er·hö·hung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Steu·er·er·hö·hung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Selbst·über·hö·hung [ˈzɛlpsty:bɐhø:ʊŋ] ΟΥΣ θηλ τυπικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Zinserhöhung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Betragserhöhung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Forderungserhöhung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Vermögenserhöhung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Erhöhungsbeschluss ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Prämienerhöhung ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
Kapitalerhöhung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Quotenerhöhung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Risikoerhöhung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Dividendenerhöhung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Kurvenüberhöhung ΥΠΟΔΟΜΉ
Überhöhung (einer Krümmung)
- Überhöhung ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- Überhöhung ΥΠΟΔΟΜΉ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.