στο λεξικό PONS
An·nul·lie·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
- Annullierung
-
-
- Annullierung θηλ <-, -en> ειδικ ορολ
-
- Annullierung θηλ <-, -en> τυπικ
-
- Annullierung θηλ <-, -en>
- nullification of marriage
- Annullierung θηλ <-, -en>
- rescission τυπικ
- Annullierung θηλ <-, -en> τυπικ
-
- Annullierung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Annullierung ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Annullierung
-
-
- Annullierung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.