payant(e) [pɛjɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. payant:
2. payant (rentable):
navrant(e) [navʀɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
I. seyant(e) [sɛjɑ͂, jɑ͂t] ΡΉΜΑ
seyant part ενεστ de seoir
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.