licence [lisɑ͂s] ΟΥΣ θηλ
1. licence ΠΑΝΕΠ:
3. licence ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ, ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
4. licence (liberté):
5. licence sans πλ λογοτεχνικό (caractère licencieux):
II. licence [lisɑ͂s]
licence θηλ
licence ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.