éloquent(e) [elɔkɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. éloquent (persuasif):
fréquence [fʀekɑ͂s] ΟΥΣ θηλ
II. fréquence [fʀekɑ͂s]
grandiloquence [gʀɑ͂dilɔkɑ͂s] ΟΥΣ θηλ sans πλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- légitimiste
- légitimité
- legs
- léguer
- légume
- léloquence
- Léman
- lémuriens
- lendemain
- lénifiant
- lénifier