I. élastique [elastik] ΕΠΊΘ
II. élastique [elastik] ΟΥΣ αρσ
I. plastique [plastik] ΕΠΊΘ
1. plastique:
2. plastique ΤΈΧΝΗ:
4. plastique (de la forme):
II. plastique [plastik] ΟΥΣ αρσ
III. plastique [plastik] ΟΥΣ θηλ
IV. plastique [plastik] ΠΑΡΆΘ αμετάβλ
I. scolastique [skɔlastik] ΕΠΊΘ
II. scolastique [skɔlastik] ΟΥΣ θηλ
III. scolastique [skɔlastik] ΟΥΣ αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- légitimiste
- légitimité
- legs
- léguer
- légume
- lélastique
- Léman
- lémuriens
- lendemain
- lénifiant
- lénifier