I. inutile [inytil] ΕΠΊΘ
- inutile
-
- inutile parole, effort, mesure
-
- inutile précaution, alarme
-
- inutile personne
-
III. inutile [inytil] ΟΥΣ αρσ θηλ
- inutile
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.