cueillette [kœjɛt] ΟΥΣ θηλ
1. cueillette sans πλ (action de cueillir):
2. cueillette (résultat):
3. cueillette sans πλ ΙΣΤΟΡΊΑ:
oreillette [ɔʀɛjɛt] ΟΥΣ θηλ
2. oreillette ΜΌΔΑ:
3. oreillette ΤΕΧΝΟΛ:
-
- Ohrhörer αρσ
bouillette [bujɛt] ΟΥΣ θηλ ΑΛΙΕΊΑ
mouillette [mujɛt] ΟΥΣ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.