initiative [inisjativ] ΟΥΣ θηλ
II. initiative [inisjativ]
initiation [inisjasjɔ͂] ΟΥΣ θηλ
1. initiation:
2. initiation ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ, ΘΡΗΣΚ:
initiatique [inisjatik] ΕΠΊΘ
1. initiatique:
2. initiatique ΘΡΗΣΚ:
infinitive [ɛ͂finitiv] ΟΥΣ θηλ
initiateur (-trice) [inisjatœʀ, -tʀis] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. initiateur:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.