Urheber(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
2. Urheber (Initiator):
- Urheber(in)
-
- Urheber(in) eines Streits, einer Intrige
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.