I. geistig [ˈgaɪstɪç] ΕΠΊΘ
II. geistig [ˈgaɪstɪç] ΕΠΊΡΡ
1. geistig (verstandesmäßig):
geistig ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- geistige Güter
- geistige Kost
- geistige Errungenschaft ΝΟΜ
- geistige Umnachtung
- démence θηλ
- geistige Armut
- geistige Fortentwicklung
- [geistige/körperliche] Behinderung
- die geistige Enge einer Kleinstadt