I. contractuel(le) [kɔ͂tʀaktɥɛl] ΕΠΊΘ
II. contractuel(le) [kɔ͂tʀaktɥɛl] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. contractuel (agent d'un service public):
- contractuel(le)
-
2. contractuel (auxiliaire de police):
- contractuel(le)
-
quasi-contractuel(le) [kazikɔ͂tʀaktyɛl] ΕΠΊΘ ΝΟΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.