total <-aux> [tɔtal, o] ΟΥΣ αρσ
total(e) <-aux> [tɔtal, o] ΕΠΊΘ
1. total (absolu):
- total(e)
- total
- total(e) destruction, blocage
-
- total(e) maîtrise
-
- total(e) désespoir, obscurité, ruine
-
2. total ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΜΑΘ:
- total(e) hauteur, somme
-
-
- Gesamtlast θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- bénéfice total
- prélèvement total
- Totalentnahme θηλ
- excédent total
- montant total d'un crédit
- Gesamthöhe θηλ