Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
scepticisme [sɛptisism] ΟΥΣ αρσ
1. scepticisme (incrédulité):
2. scepticisme ΦΙΛΟΣ (doctrine):
- scepticisme
- scepticism βρετ
- scepticisme
- skepticism αμερικ
στο λεξικό PONS
scepticisme [sɛptisism] ΟΥΣ αρσ a. ΦΙΛΟΣ
- scepticisme
- scepticism βρετ
- scepticisme
- skepticism αμερικ
-
- scepticisme αρσ
-
- scepticisme αρσ
scepticisme [sɛptisism] ΟΥΣ αρσ a. ΦΙΛΟΣ
- scepticisme
-
-
- scepticisme αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- scélératesse
- scellé
- sceller
- scellés
- scellofrais
- scepticisme
- sceptique
- sceptre
- Schaffhouse
- schah
- schapska