Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. pneumatique [pnømatik] ΕΠΊΘ
1. pneumatique ΤΕΧΝΟΛ:
2. pneumatique (gonflable):
II. pneumatique [pnømatik] ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
pneumatique [pnømatik] ΕΠΊΘ
pneumatique [pnømatik] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- PLV
- PM
- PMA
- PME
- PMI
- pneumatiques
- pneumectomie
- pneumoconiose
- pneumocoque
- pneumogastrique
- pneumologie