Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
patenté (patentée) [patɑ̃te] ΕΠΊΘ
1. patenté (agréé):
2. patenté οικ, ειρων critique, défenseur:
- patenté (patentée)
-
I. patent (patente) [patɑ̃, ɑ̃t] τυπικ ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
patente [patɑ̃t] ΟΥΣ θηλ καναδ γαλλ (objet quelconque)
- patente
-
patente [patɑ͂t] ΟΥΣ θηλ καναδ γαλλ (objet quelconque)
- patente
-
- patente
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.