Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. panaché (panachée) [panaʃe] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
panaché → panacher
II. panaché (panachée) [panaʃe] ΕΠΊΘ
- panaché (panachée) bouquet, salade
-
- panaché (panachée) tulipe, lierre
-
III. panaché ΟΥΣ αρσ
panaché αρσ (bière et limonade):
- panaché
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.