Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
obscur (obscure) [ɔpskyʀ] ΕΠΊΘ
2. obscur (peu connu):
-
- obscure
3. obscur (incompréhensible):
-
- obscure
4. obscur (mystérieux):
-
- obscure
- chiaroscuro effect
-
- chiaroscuro lighting
-
- indiscernible reason
-
- obscure meaning, theory, motive, origin
-
- obscure life
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.