Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
acharnement [aʃaʀnəmɑ̃] ΟΥΣ αρσ
-
- acharnement αρσ
- strenuously try, work
-
-
- acharnement αρσ
- stoutly deny, resist
-
- fiercely compete, defend, hit, oppose
-
-
- acharnement αρσ
- furiously struggle
-
στο λεξικό PONS
acharnement [aʃaʀnəmɑ̃] ΟΥΣ αρσ
acharnement [aʃaʀnəmɑ͂] ΟΥΣ αρσ
- acharnement d'un combattant
-
- acharnement d'un joueur
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Kuwait
- kW
- K-way
- kWh
- kyrie eleison
- l'acharnement
- l'Entente Cordiale
- la
- là
- là-bas
- label