Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
acrobatie [akʀɔbasi] ΟΥΣ θηλ
1. acrobatie ΑΘΛ (activité):
2. acrobatie (mouvement):
ιδιωτισμοί:
-
- aerobatics + ρήμα ενικ
acrobatique [akʀɔbatik] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
acrobatique [akʀɔbatik] ΕΠΊΘ
acrobatique [akʀɔbatik] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.J.
- D.O.M.
- D.O.M.-T.O.M.
- D.R.O.M.
- D.U.T.
- dacrobaties
- dacron
- dactyle
- dactylique
- dactylo
- dactylographe