στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
  
  
 -  compassato persona, atteggiamento
-  stuffy
-  
-  unventilated, unaired, stuffy
-  tappato naso
-  stuffy
-  opprimente stanza
-  stuffy
-  opprimente atmosfera
-  stuffy
-  soffocante stanza, atmosfera
-  stuffy
στο λεξικό PONS
stuffy [ˈstʌ·fi] ΕΠΊΘ μειωτ
1. stuffy room, atmosphere:
-  stuffy
-  
3. stuffy person:
-  stuffy
-  compassato, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
