στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
smelly [βρετ ˈsmɛli, αμερικ ˈsmɛli] ΕΠΊΘ
1. smelly animal, person, clothing, breath:
- smelly
-
- to be disgustingly smelly
-
στο λεξικό PONS
smelly <-ier, -iest> [ˈsme·li] ΕΠΊΘ
- smelly
-
-
- smelly
-
- smelly person
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.