στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. overgrown [βρετ əʊvəˈɡrəʊn, ˈəʊvəɡrəʊn, αμερικ ˌoʊvərˈɡroʊn] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
overgrown → overgrow
II. overgrown [βρετ əʊvəˈɡrəʊn, ˈəʊvəɡrəʊn, αμερικ ˌoʊvərˈɡroʊn] ΕΠΊΘ
1. overgrown (covered in weeds):
2. overgrown (big):
- overgrown χιουμ
-
- overgrown χιουμ
-
I. overgrow <παρελθ overgrew, μετ παρακειμ overgrown> [βρετ əʊvəˈɡrəʊ, αμερικ ˌoʊvərˈɡroʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
I. overgrow <παρελθ overgrew, μετ παρακειμ overgrown> [βρετ əʊvəˈɡrəʊ, αμερικ ˌoʊvərˈɡroʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.