στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. influential [βρετ ˌɪnflʊˈɛnʃ(ə)l, αμερικ ˌɪnfluˈɛn(t)ʃ(ə)l] ΕΠΊΘ
1. influential (respected):
-  influential theory, movement, theorist, artist, programme
-  
-  influential newspaper, commentator
-  
-  influential study, survey, work
-  
2. influential (key):
-  influential event, fact
-  
-  influential factor
-  
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
 
  
 