στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. integral ΕΠΊΘ [βρετ ˈɪntɪɡr(ə)l, ɪnˈtɛɡr(ə)l, αμερικ ˈɪn(t)əɡrəl, ɪnˈtɛɡrəl]
1. integral (intrinsic):
2. integral ΤΕΧΝΟΛ (built-in):
- integral power supply, lighting, component
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- imprison
- imprisonment
- impro
- improbability
- improbable
- improper integral
- improperly
- impropriate
- impropriation
- impropriety
- improvability