στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. assorted [βρετ əˈsɔːtɪd, αμερικ əˈsɔrdəd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
assorted → assort
II. assorted [βρετ əˈsɔːtɪd, αμερικ əˈsɔrdəd] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.