maths [βρετ maθs, αμερικ mæθs] ΟΥΣ βρετ οικ + verbo ενικ
- maths
- matematica θηλ
- maths before ουσ class, book, teacher
-
new maths [ˌnjuː ˈmæθs], new math [ˌnjuː ˈmæθ] ΟΥΣ αμερικ
- new maths
-
- maths mistress
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.