στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. liberal [βρετ ˈlɪb(ə)r(ə)l, αμερικ ˈlɪb(ə)rəl] ΕΠΊΘ
1. liberal (open-minded, tolerant):
3. liberal (generous):
liberal education [ˌlɪbərəlˌedʒʊˈkeɪʃn] ΟΥΣ
liberal democracy [ˌlɪbərəldɪˈmɒkrəsɪ] ΟΥΣ
liberal studies [ˈlɪbərəlˌstʌdɪz] ΟΥΣ npl βρετ
liberal arts [βρετ, αμερικ ˈlɪb(ə)rəl ɑrts] ΟΥΣ npl
1. liberal arts ΠΑΝΕΠ:
I. neo-liberal [βρετ ˌniːəʊˈlɪb(ə)r(ə)l, αμερικ ˌnioʊˈlɪbərəl] ΕΠΊΘ
II. neo-liberal [βρετ ˌniːəʊˈlɪb(ə)r(ə)l, αμερικ ˌnioʊˈlɪbərəl] ΟΥΣ
-
- neoliberista αρσ θηλ
Liberal Democrat [βρετ] ΟΥΣ (in GB)
στο λεξικό PONS
I. liberal [ˈlɪ·bə·rəl] ΕΠΊΘ
liberal arts ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.