Oxford Spanish Dictionary
I. bush1 [αμερικ bʊʃ, βρετ bʊʃ] ΟΥΣ
1.1. bush C (shrub):
1.3. bush <bushes, pl > (thicket):
II. bush1 [αμερικ bʊʃ, βρετ bʊʃ] ΕΠΊΘ αμερικ οικ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- thither
- tho
- tho'
- thole pin
- thong
- thorn bush
- thorny
- thorough
- thoroughbred
- thoroughfare
- thoroughgoing