Oxford Spanish Dictionary
I. boy [αμερικ bɔɪ, βρετ bɔɪ] ΟΥΣ
1.1. boy (baby, child):
1.2. boy (son):
1.3. boy (young man):
στο λεξικό PONS
sonny [ˈsʌni] ΟΥΣ χωρίς πλ οικ
-
- majo αρσ
I. boy [bɔɪ] ΟΥΣ
2. boy (young man):
I. boy [bɔɪ] ΟΥΣ
2. boy (young man):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- songbook
- song cycle
- songster
- song thrush
- songwriter
- sonny sonny boy
- son of a bitch
- son of a gun
- sonority
- sonorous
- sonorously