Oxford Spanish Dictionary
intervención quirúrgica ΟΥΣ θηλ
- intervención quirúrgica
-
quirúrgico (quirúrgica) ΕΠΊΘ
- quirúrgico (quirúrgica)
-
vendaje quirúrgico ΟΥΣ αρσ
- convalecer de una intervención quirúrgica
-
στο λεξικό PONS
quirúrgico (-a) [ki·ˈrur·xi·ko, -a] ΕΠΊΘ
- quirúrgico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.