Oxford Spanish Dictionary
I. plural [αμερικ ˈplʊrəl, βρετ ˈplʊər(ə)l] ΕΠΊΘ
2. plural:
- plural ΠΟΛΙΤ, ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ society/economy
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.