I. pluralist [αμερικ ˈplʊrələst, βρετ ˈplʊər(ə)lɪst] ΟΥΣ
- pluralist
- pluralista αρσ θηλ
II. pluralist [αμερικ ˈplʊrələst, βρετ ˈplʊər(ə)lɪst] ΕΠΊΘ
- pluralist
-
-
- pluralist
-
- pluralist society
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.