στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. pluralist [βρετ ˈplʊər(ə)lɪst, αμερικ ˈplʊrələst] ΕΠΊΘ
pluralist society, policy, values:
- pluralist
-
II. pluralist [βρετ ˈplʊər(ə)lɪst, αμερικ ˈplʊrələst] ΟΥΣ
- pluralist
- pluralista αρσ θηλ
-
- pluralist
-
- pluralist(ic)
στο λεξικό PONS
- pluralistico (-a)
- pluralist
-
- pluralist
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.