Oxford Spanish Dictionary
mild1 <milder mildest> [αμερικ maɪld, βρετ mʌɪld] ΕΠΊΘ
1.1. mild (gentle):
1.2. mild (not serious or potent):
1.3. mild (slight):
2. mild:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.