Oxford Spanish Dictionary
lonely <lonelier loneliest> [αμερικ ˈloʊnli, βρετ ˈləʊnli] ΕΠΊΘ
1. lonely (feeling alone):
lonely hearts ΟΥΣ ουσ πλ
- lonely hearts
-
-
- lonely
-
- lonely
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.