Oxford Spanish Dictionary
solitaria ΟΥΣ θηλ
- solitaria
-
solitario1 (solitaria) ΕΠΊΘ
1. solitario persona/animal:
I. solitario2 (solitaria) ΟΥΣ αρσ (θηλ) (persona)
στο λεξικό PONS
solitaria ΟΥΣ θηλ ΖΩΟΛ
- solitaria
-
I. solitario (-a) ΕΠΊΘ
solitaria [so·li·ˈta·rja] ΟΥΣ θηλ ΖΩΟΛ
- solitaria
-
I. solitario (-a) [so·li·ˈta·rjo, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.